κατερεικτός

κατερεικτός
κατερεικτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κατερικτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατερεικτά — κατερεικτός bruised neut nom/voc/acc pl κατερεικτά̱ , κατερεικτός bruised fem nom/voc/acc dual κατερεικτά̱ , κατερεικτός bruised fem nom/voc sg (doric aeolic) κατερικτός bruised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερεικτῶν — κατερεικτός bruised fem gen pl κατερεικτός bruised masc/neut gen pl κατερικτός bruised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερεικτοῦ — κατερεικτός bruised masc/neut gen sg κατερικτός bruised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερικτός — και δ. γρφ. κατερεικτός, ή, όν (Α) 1. (για όσπρια) κοπανισμένος, αλεσμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατερικτά... οί δέ κατερρωγότα ιμάτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρικτός / ἐρεικτός (< ἐρείκω «κοπανίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”